- πεδιεινός
- -ή, -όν, Α(δ. γρφ.) βλ. πεδινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεδινός — (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις,… … Dictionary of Greek
πεδιεινοτέραν — πεδιεινοτέρᾱν , πεδιεινός flat fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)